- στυμνίον
- τὸ, Α [στυμνός](κατά τον Ησύχ.) καμάκι για ψάρεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυπαστήριον — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῶν ἁλιέων στυμνίον». [ΕΤΥΜΟΛ. < τυπάζω + κατάλ. τήριον (πρβλ. γυμνασ τήριον)] … Dictionary of Greek